καναχᾶ — καναχής plashing neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) καναχής plashing masc/fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καναχάν — καναχά̱ν , καναχή sharp sound fem acc sg (doric aeolic) καναχά̱ν , καναχός noisy fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καναχάς — καναχά̱ς , καναχή sharp sound fem acc pl καναχά̱ς , καναχός noisy fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καναχή — καναχή, δωρ. τ. καναχά, ἡ (Α) 1. ισχυρός κρότος, θόρυβος, οξύς ήχος αντήχηση 2. (για τα δόντια) τριγμός, τρίξιμο 3. (για τον αυλό και τη φόρμιγγα) ήχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kan «ηχώ, τραγουδώ» από όπου και τα λατ. canō «τραγουδώ», αρχ.… … Dictionary of Greek